προαιρετικός Kreeka - Scottish gaelic
1.
-
Kreekaπροαιρετικός
2.
-
Kreekaεναλλακτικόςπροαιρετικός
3.
-
Kreekaεναλλακτικόςπροαιρετικός
4.
-
Kreekaεκούσιοςπροαιρετικός
English translator: Greek Scottish gaelic προαιρετικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare